-
1 прыжок
прыжок м το πήδημα' спорт. το άλμα' \прыжокв воду η κατάδυση· \прыжок в длину το άλμα σε μήκος' тройной \прыжок το τριπλό άλμα* * *мτο πήδημα; спорт. το άλμαпрыжо́к в во́ду — η κατάδυση
прыжо́к в длину́ — το άλμα σε μήκος
тройно́й прыжо́к — το τριπλό άλμα
-
2 прыжок
-жка α. άλμα, πήδημα• σάλτο•прыжок в высоту άλμα σε ύψος•
прыжок в длину άλμα σε μήκος•
прыжок через перекладину άλμα επι κοντώ•
прыжок сверху вниз πήδημα από πάνω προς τα κάτω•
прыжок с парашютом πήδημα με το αλεξίπτωτο.
-
3 прыжок
прыжокм τό πήδημα, τό σάλτο/ спорт. τό ἄλμα:\прыжок в высоту́ (в длину́) τό ἄλμα είς ὕψος (είς μήκος)· \прыжок с парашютом ἡ πτώση μέ τό ἀλεξίπτωτο[ν]. -
4 прыжок
το άλμα, το (ανα)πήδημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прыжок
См. также в других словарях:
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek
άλμα — το, ατος 1. πήδημα: Κατέχει το ρεκόρ του άλματος σε μήκος. 2. η γρήγορη προς τα εμπρός μετακίνηση στρατιώτη ή ομάδας στρατιωτών: Κάναμε το άλμα χωρίς απώλειες. 3. (σε διήγηση ή σε συλλογισμό), χάσμα, κενό: Στην αφήγησή σου, παρακαλώ, να μην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
δέκαθλο — Σύνθετο αθλητικό αγώνισμα που αποβλέπει στη γενική άσκηση των αθλητικών ικανοτήτων του ατόμου, ανεξάρτητα από κάθε ειδίκευση. Τα δέκα αγωνίσματα του δ. είναι: δρόμος 100 μ., άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, δρόμος 400 μ., δρόμος 110 μ … Dictionary of Greek
πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο … Dictionary of Greek
Λιούις, Καρλ — (Carl Lewis, Μπέρμινγχαμ, Αλαμπάμα 1961 –). Αμερικανός αθλητής του στίβου και Ολυμπιονίκης. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Χιούστον. Το 1983, στο παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου του Ελσίνκι, κέρδισε τρία χρυσά μετάλλια. Το 1984 έλαβε μέρος στους… … Dictionary of Greek
Λαμπράκης, Γρηγόρης — (Κερασίτσα Αρκαδίας 1912 – Θεσσαλονίκη 1963). Πολιτικός. Τελείωσε το γυμνάσιο της Τρίπολης και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και διακρίθηκε σε αγώνες δρόμου και στα άλματα. Αναδείχθηκε δέκα φορές… … Dictionary of Greek
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek
Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… … Dictionary of Greek
βατήρας — ο 1. πέτρα που χρησιμοποιείται ως πάτημα για να ιππεύσει κανείς: Αυτό το άλογο είναι ψηλό και γι’ αυτό χρειάζεται βατήρας για να το ιππεύσει κανείς. 2. η βαλβίδα, ξύλινο βάθρο όπου πατάει ο αθλητής ορισμένων αθλημάτων για να πάρει ώθηση, ορμή:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)